- πελαργονικός
- -ή, -όφρ. «πελαργονικό οξύ»χημ. οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως εννεανοϊκό ή εννεϋλικό οξύ, το οποίο απαντά στα φύλλα ορισμένων ειδών πελαργονίου και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και για την παραγωγή λακκών, πλαστικών υλών και πλαστικοποιητών, φαρμάκων και προσθέτων τής βενζίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pelargonique acide (< pelargonium + κατάλ. -ique), βλ. λ. πελαργόνι(ο)].
Dictionary of Greek. 2013.